Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο; Σ’ αυτό το ερώτημα υπάρχουν παραπάνω από δύο απαντήσεις. Κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει τη δική του άποψη.
Επί αυτού του θέματος έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες, άλλες γνωστές και άλλες άγνωστες. Καμία θεωρία όμως, δεν μπορεί να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι ο ολοκληρωτικός αφανισμός, δεν ταυτίζεται χρονικά με τον θάνατο του φυσικού σώματος ενός ανθρώπου. Όσοι έχουν χάσει κοντινό συγγενή νεαρής ηλικίας, γνωρίζουν ότι αυτό είναι αλήθεια.
Και τώρα ένα άλλο ερώτημα. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε με έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει; Αν το θέλουμε πραγματικά, μπορούμε να το το προσπαθήσουμε. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε με ποιόν, το πώς και το πότε.
Θα σας διηγηθώ τη δικές μου εμπειρίες για να βγάλετε τα συμπεράσματά σας για τους λόγους που με έκαναν να ερευνήσω περισσότερο το θέμα. Την πρώτη φορά που μου συνέβη να επικοινωνήσω με ένα νεκρό, ήταν στην εφηβεία με κοντινή συγγενή. Είχε πεθάνει τέσσερις μέρες πριν.
Όταν την είδα δεν φοβήθηκα καθόλου. Αντίθετα η παρουσία της με γαλήνεψε. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς μου έλεγε, αλλά ήταν σαν να με αποχαιρετούσε. Ένα χρόνο αργότερα, προσπάθησα να την καλέσω μόνο για να την ξαναδώ. Δήλωσα διανοητικά την επιθυμία μου αυτή, ξανά και ξανά αλλά δεν συνέβη τίποτε. Το μόνο παράξενο που έγινε, ήταν ότι ένα μικρό κομμάτι χαρτί μετακινήθηκε πάνω στο γραφείο μου με όλα τα παράθυρα κλειστά.
Από τότε άρχισα να διαβάζω οτιδήποτε μπορούσα να βρω και να συζητώ με φίλους που είχαν παρόμοιες ανησυχίες. Έξι χρόνια αργότερα, με τέσσερις φίλους, κάναμε μία απόπειρα να καλέσουμε τον παππού του ενός.
Η συνεδρία έγινε στο σπίτι μου και καταλήξαμε να φύγουμε τρέχοντας, αφήνοντας την εξώπορτα ανοιχτή για μισή ώρα. Εκείνο το βράδυ οι συνεχείς θόρυβοι δεν με άφησαν να κοιμηθώ. Την άλλη μέρα ράντισα όλο το σπίτι με αγιασμό και έκαψα αρσενικό λιβάνι και αποξηραμένη ρητίνη αλόης. Οι θόρυβοι σταμάτησαν, αλλά πήρα την απόφαση να μην ξανακάνω κάτι τέτοιο μέχρι να βρω πληροφορίες, για το πως μπορεί να γίνει μια τέτοια συνεδρία χωρίς να χαθεί ο έλεγχος.
Το 1994 βρέθηκα σαν απλός παρατηρητής σε μία παρόμοια συνεδρία, όπου είδα με τα μάτια μου, το καλούμενο πνεύμα του ανθρώπου να εμφανίζεται από το πουθενά, με όψη ζωντανού και να μιλάει με βαθιά φωνή απαντώντας σε ερωτήσεις και εκφράζοντας κάποιες επιθυμίες στους οικείους του. Στις ερωτήσεις που του έγιναν για το πως είναι εκεί που βρίσκεται, απαντούσε συνέχεια με την ίδια φράση:
«Μην ανησυχείτε, είμαι καλά εδώ.»
Στην ερώτηση, που του έγινε αν ήθελε να τον ξανακαλέσουν, ζήτησε αυτό να γίνει στα 16α γενέθλια του εγγονού του, με τη παρουσία του παιδιού.
Αργότερα έμαθα από τους γονείς του παιδιού, ότι για να γίνει αυτό που επιθυμούσε ο παππούς, ο εγγονός ανέβαλε μία εκδρομή που θα έκανε εκείνη τη μέρα με αποτέλεσμα να σωθεί από βέβαιο θάνατο!!
Ακολούθησαν αρκετές τέτοιες εμπειρίες, από τις οποίες αποκόμισα τη γνώση για τον τρόπο που πρέπει να γίνεται το κάλεσμα ενός θανόντος. Ο ίδιος κάλεσα και επικοινώνησα με τον πατέρα μου, οκτώ μήνες μετά το θάνατο του. Τα βασικά σημεία για μια αποτελεσματική και “ήσυχη’’ συνεδρία είναι τα εξής:
Ο άνθρωπος που θα κληθεί θα πρέπει εν ζωή να υπήρξε καλός.
Για πρώτη φορά, προτιμήστε ένα οικείο πρόσωπο.
Να κληθεί μετά από το μνημόσυνο των 40 ημερών, για να έχει προσαρμοστεί στη νέα του κατάσταση.
Ανάψτε από 120 έως 180 ρεσό στο δωμάτιο και να πίνετε κρασί, ένα μείγμα που θα φτιάξετε αναμειγνύοντας με ανάμα το καλύτερο κόκκινο που μπορείτε να βρείτε, σερβίροντας ένα ποτήρι και για εκείνον.
Οι παρευρισκόμενοι πρέπει φάνε κατά την έναρξη της συνεδρίας μια μπουκιά λειτουργημένο ψωμί, ραντισμένο με αγιασμό. Δίπλα από το ποτήρι του καλεσμένου σας, αφήστε επίσης μια μπουκιά ψωμί.
Καλό είναι να είσαστε το πολύ πέντε άτομα. Το κάλεσμα και τις ερωτήσεις θα κάνει ένας και οι υπόλοιποι δεν μιλούν μεταξύ τους.
Δεν πρέπει να κλάψετε, δεν πρέπει να σταυρώνεστε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Όποιος φοβηθεί πολύ, πρέπει να αποχωρήσει.
Αποφύγετε η συνεδρία να γίνει τις τρεις τελευταίες μέρες της χάσης.
Μία μέρα πριν, λιβανίστε το χώρο, φτιάχνοντας ένα μείγμα με αλόη, μύρα, μοσχοκάρφια, απήγανο, μαστίχα και αρσενικό λιβάνι, σε ίσες ποσότητες.
Οπωσδήποτε ρωτήστε τον αν ήρθε με τη θέληση του και στο τέλος της συνεδρίας, αν θέλει να τον ξανακαλέσετε.